- καταρρήγνυμι
- καταρρήγνυμι και καταρρηγνύω (Α)1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.)2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.)3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», Σοφ.)4. παθ. καταρρήγνυμαι και καταρρηγνυομαια) (για τρικυμία, καταρράκτη κ.λπ.) πέφτω ή ορμώ προς τα κάτωβ) εμφανίζομαι ξαφνικά και με ορμή («χειμὼν κατερράγη», Ηρόδ.)γ) εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῑν ὁ πόλεμος κατερράγη», Αριστοφ.)δ) (για γη) σχηματίζω ρωγμές, σκίζομαι («Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», Ηρόδ.)ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαιστ) έχω βίαιες κενώσεις, πάσχω από διάρροιαζ) (για την εμμηνόρροια) εκκρίνομαι με αφθονίαη) (για οίδημα) σπάζωθ) (για τη γλώσσα και τα χείλη) έχω σχισμές, είμαι σκασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥήγνυμι «σπάζω, κομματιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.